- σεμνύνεσθαι
- σεμνύ̱νεσθαι , σεμνύνωexaltpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… … Dictionary of Greek
χρυσωνυμία — ἡ, Μ [χρυσώνυμος] προσωνυμία από τη λέξη χρυσός («τὸ μὴ... τῇ χρυσωνυμίᾳ σεμνύνεσθαι», Ευστ.) … Dictionary of Greek